- ἀνάρθρως
- ἄναρθροςnot differentiatedadverbialἄναρθροςnot differentiatedmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άναρθρος — η, ο (AM ἄναρθρος, ον) (για τη φωνή ή ήχους) ο μη έναρθρος, αυτός που δεν μπορεί να απαρτίσει συγκροτημένες συλλαβές ή λέξεις (όπως οι φωνές των ζώων ή των ανθρώπων που κλαίνε, κραυγάζουν κ.λπ. το ουδ. ως ουσ. Άναρθρα θαλάσσια Ασπόνδυλα με δύο… … Dictionary of Greek
ακμή — Η κόψη, το κοφτερό τμήμα ενός μεταλλικού οργάνου που κόβει ή χαράζει. Το κρίσιμο σημείο, η καμπή, ο κίνδυνος. Το κορύφωμα, η πλήρης ανάπτυξη, η ωριμότητα ενός πράγματος ή μιας κατάστασης. (Γεωμ.) α. δίεδρης γωνίας. Η κοινή ευθεία που σχηματίζουν… … Dictionary of Greek